ακομος

ακομος
    ἄκομος
    ἄ-κομος
    2
    безволосый Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ακομος" в других словарях:

  • ἄκομος — without hair masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκομος — (acomus) Γένος φασιανών, που ανήκει στην οικογένεια των φασιανιδών. Ζει σε περιοχές της Μαλαισίας και έχει τα πλαϊνα του κεφαλιού του εντελώς γυμνά. Στο είδος α. η ερυθρόφθαλμος, που υπάρχει στη Μαλάκα και τη Σουμάτρα, το θηλυκό έχει γκρίζο… …   Dictionary of Greek

  • ἀκόμους — ἄκομος without hair masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»